ομηροκέντρων

ομηροκέντρων
ὁμηροκέντρων, -ωνος, ὁ, ἡ ὁμηρόκεντρον, τὸ (ΑΜ)
συν. στον πληθ. οἱ ὁμηροκέντρωνες ή τὰ ὁμηρόκεντρα
ποιήματα τα οποία ήταν αποτέλεσμα συρραφής διαφόρων στίχων ή τμημάτων τών ομηρικών επών, συντεθειμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν ενιαίο σύνολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὅμηρος + κέντρων (< κέντρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ὁμηροκέντρων — patchwork of Homeric tags masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”